πραγματευτικός

πραγματευτικός
-ή, -όν, Α [πραγματεύομαι]
1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις
2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες.
επίρρ...
πραγματευτικῶς Α
κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πραγματευτικός — occupied in business masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικά — πραγματευτικός occupied in business neut nom/voc/acc pl πραγματευτικά̱ , πραγματευτικός occupied in business fem nom/voc/acc dual πραγματευτικά̱ , πραγματευτικός occupied in business fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικόν — πραγματευτικός occupied in business masc acc sg πραγματευτικός occupied in business neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικοί — πραγματευτικός occupied in business masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικοῦ — πραγματευτικός occupied in business masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικούς — πραγματευτικός occupied in business masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικῆς — πραγματευτικός occupied in business fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικῇ — πραγματευτικός occupied in business fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικέ — πραγματευτικός occupied in business masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτική — πραγματευτικός occupied in business fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”